- κλεῖστρον
- κλεῖστρον, τό,A = κλεῖθρον, Luc.Tox.57, PMag.Osl.1.317:—[dialect] Dor. [full] κλάϊστρον [
ᾱ], γλεφάρων ἁδὺ κ. Pi.P.1.8
; [full] κλᾷσθρον, Hsch. (κλάσθεον cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ᾱ], γλεφάρων ἁδὺ κ. Pi.P.1.8
; [full] κλᾷσθρον, Hsch. (κλάσθεον cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλεῖστρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek